- διπλωπία
- ηδιαταραχή τής όρασης κατά την οποία τα αντικείμενα φαίνονται διπλά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλωπία — η (ιατρ.), διαταραχή της όρασης κατά την οποία ο πάσχοντας βλέπει τα αντικείμενα διπλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυάζω — (AM δυάζω) 1. διαιρώ στα δύο, διχοτομώ 2. εμφανίζω κάτι με δύο μορφές 3. μέσ. δυάζομαι διχάζομαι, αποδέχομαι δύο αντίθετες θεωρίες, επαμφοτερίζω μσν. 1. παρουσιάζω κάτι διπλό, σε ζεύγος 2. παθ. γίνομαι διπλός, ζευγαρώνομαι 3. είμαι διπλός αρχ. 1 … Dictionary of Greek